ἰλάρχης

ἰλάρχης
ἰ̱λάρχης , ἰλαρχέω
commander of a troop of horse
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἰλαρχέω
commander of a troop of horse
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιλάρχης — ο (Α ἰλάρχης) νεοελλ. ο ταγματάρχης ιππικού στον παλαιό στρατό αρχ. αρχηγός ίλης ιππέων, ο ίλαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • Ила в древней Греции — (ίλη) 1) в Спарте подразделения отрядов (βοΰα), по которым распределялись воспитывавшиеся на государственный счет мальчики. Во главе И., или буи, стояли иларх, или буагор, избиравшиеся из юношей старше 20 лет (ίρανες). 2) Роты или эскадроны в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ила (воен.) — (ίλη): 1) в Спарте подразделения отрядов (βοΰα), по которым распределялись воспитывавшиеся на государственный счет мальчики. Во главе И., или буи, стояли иларх, или буагор, избиравшиеся из юношей старше 20 лет (ίρανες). 2) Роты или эскадроны в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ίλαρχος — ο (Α ἴλαρχος) νεοελλ. ο λοχαγός τού ιππικού στον παλαιό στρατό 2. ο λοχαγός τεθωρακισμένων αρχ. ιλάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος, ταξί αρχος] …   Dictionary of Greek

  • ίλη — η (Α ἴλη και δωρ. τ. ἴλα και ιων. εἴλη) νεοελλ. 1. μονάδα ιππικού τού παλαιού στρατού που αντιστοιχούσε στον λόχο τού πεζικού 2. λόχος τεθωρακισμένων αρχ. 1. πλήθος, ομάδα ανθρώπων 2. πλήθος ζώων 3. στράτευμα, τμήμα στρατού 4. μονάδα ιππικού από… …   Dictionary of Greek

  • ειλάρχης — εἰλάρχης, ο (Α) ιλάρχης, ίλαρχος …   Dictionary of Greek

  • ιλαρχώ — ἰλαρχῶ, έω (Α) [ίλαρχος] είμαι ιλάρχης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”